όμαδος

όμαδος
ὅμαδος, ὁ (Α)
1. θόρυβος, βοή που προκαλείται από μεγάλο πλήθος ανθρώπων οι οποίοι έχουν συγκεντρωθεί σε έναν χώρο και μιλούν όλοι μαζί, σε αντιδιαστολή με τον ήχο που παράγεται από το βάδισμα ατόμων, οχλαγωγία
2. εύθυμο άσμα που ψάλλεται από μεγάλο αριθμό ατόμων
3. ομαδικός θορυβώδης θρήνος («ἔνθεν οἰκτρὸν ὅμαδον ἔκλυον ἄλυρον ἔλεγον», Ευρ.)
4. κρότος καταιγίδας, βοή λαίλαπας
5. ταραχώδες πλήθος στρατιωτών («ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε», Ομ. Ιλ.)
6. πλήθος, πληθώρα («βίβλων δὲ ὅμαδον παρέχονται Μουσαίου καἰ Ὀρφέως», Πλάτ.)
7. ο θόρυβος τής μάχης, η αντάρα τού πολέμου («χάλκεον στονόεντ' ἀμφέπειν ὅμαδον», Πίνδ.)
8. η μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὅμαδος συνδέεται με το επίθ. ὁμός (πρβλ. αρχ. ινδ. samad- «μάχη» < sama- «ὅμοιος»)και έχει επίθημα -αδος (πρβλ. κέλαδος, χρόμαδος). Στο παράγωγο ρ. ὁμαδεύω «αθροίζω» φαίνεται καλύτερα και η σημασιολογική συγγένεια τού ὅμαδος με το επίθ. ὁμός* (πρβλ. ομάδι, ομάδα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὅμαδος — noise masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμάδος — ὁμάς the whole fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμάδοιο — ὅμαδος noise masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμάδοις — ὅμαδος noise masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμάδου — ὅμαδος noise masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμάδῳ — ὅμαδος noise masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὅμαδον — ὅμαδος noise masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άραδος — Αρχαία φοινικική πόλη, που ίδρυσαν πρόσφυγες από τη Σιδώνα, στα βόρεια των εκβολών του ποταμού Ελευθέρου σε οχυρή νησίδα. Η Ά. ήταν η τρίτη ομοσπονδιακή πόλη των Φοινίκων μαζί με την Τύρο και τη Σιδώνα. Μολονότι o βασιλιάς της Στράτων νικήθηκε… …   Dictionary of Greek

  • μαδίζω — (I) (AM μαδίζω) μαδώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαδώ κατά τα ρ. σε ίζω]. (II) μαδίζω (Μ) 1. (αμτβ.) επιτίθεμαι, συμπλέκομαι, πολεμώ 2. (μτβ.) εκπολιορκώ, κατανικώ 3. (μτβ.) καταβάλλω, νικώ 4. (αμτβ.) ερίζω, φιλονικώ, καβγαδίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ομάδα — I (Κοινωνιολ.). Κεντρική έννοια της νεότερης κοινωνιολογίας που από τον Κυβιλιέ ορίζεται σαφώς ως «επιστήμη των ανθρώπινων ομάδων». Με την προφανή προϋπόθεση ότι μια ομάδα σχηματίζεται από πολλά μέλη, η θεωρία των κοινωνικών ομάδων αντιμετωπίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”